κύνδαλος

κύνδαλος
και κίνδαλος, ο (Α κύνδαλος, πληθ. και τὰ κύνδαλα)
1. ξύλινος ή σιδερένιος πάσσαλος, παλούκι, με το οποίο φράζεται μια τρύπα ή συνδέονται δύο τμήματα ενός συνόλου
2. σφήνα, έμβολο, γόμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κύνδαλος — wooden peg masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνδάλους — κύνδαλος wooden peg masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνδάλιον — κυνδάλιον, τὸ (Α) μικρός κύνδαλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύνδαλος + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • κίνδαλος — κίνδαλος, ὁ (Α) βλ. κύνδαλος …   Dictionary of Greek

  • κυνδάλη — κυνδάλη, ἡ (Α) [κύνδαλος] (κατά τον Ησύχ.) είδος παιχνιδιού …   Dictionary of Greek

  • κυνδαλισμός — ο (Α κυνδαλισμός) είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες προσπαθούν με έναν πάσσαλο να βγάλουν έναν άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύνδαλος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κυνδαλίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”